κατάμονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάμονος < κατά- + μόνος. Διαφορετικη η αρχαία ελληνική κατάμονος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈta.mo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐μο‐νος
Επίθετο
επεξεργασίακατάμονος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς μόνος
- ※ Κατάμονος ήμουν, ξεχάστηκα, μιλούσα φωναχτά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
- ≈ συνώνυμα: ολομόναχος, καταμόναχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατάμονος
|
- ↑ κατάμονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας