↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάμονος η κατάμονη το κατάμονο
      γενική του κατάμονου της κατάμονης του κατάμονου
    αιτιατική τον κατάμονο την κατάμονη το κατάμονο
     κλητική κατάμονε κατάμονη κατάμονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάμονοι οι κατάμονες τα κατάμονα
      γενική των κατάμονων των κατάμονων των κατάμονων
    αιτιατική τους κατάμονους τις κατάμονες τα κατάμονα
     κλητική κατάμονοι κατάμονες κατάμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάμονος < κατά- + μόνος. Διαφορετικη η αρχαία ελληνική κατάμονος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈta.mo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐μο‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάμονος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία