↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντέρημος η παντέρημη το παντέρημο
      γενική του παντέρημου της παντέρημης του παντέρημου
    αιτιατική τον παντέρημο την παντέρημη το παντέρημο
     κλητική παντέρημε παντέρημη παντέρημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντέρημοι οι παντέρημες τα παντέρημα
      γενική των παντέρημων των παντέρημων των παντέρημων
    αιτιατική τους παντέρημους τις παντέρημες τα παντέρημα
     κλητική παντέρημοι παντέρημες παντέρημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παντέρημος < πάντα + έρημος (μάλλον μεσαιωνικός σχηματισμός)

  Επίθετο

επεξεργασία

παντέρημος, -η, -ο

  1. (για άτομο) ολομόναχος
    ήταν παντέρημος ο ορφανός
  2. (για χώρο) ολόαδειος και εγκαταλελειμμένος
    βρήκε το θέατρο παντέρημο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία