παντέρημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαντέρημος, -η, -ο
- (για άτομο) ολομόναχος
- ήταν παντέρημος ο ορφανός
- (για χώρο) ολόαδειος και εγκαταλελειμμένος
- βρήκε το θέατρο παντέρημο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παντέρημος
|