χοντροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχοντροκέφαλος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει χοντρό κεφάλι
- (μεταφορικά) που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει, που δε διακρίνεται για την εξυπνάδα του
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- χοντροκεφαλιά
- → δείτε τις λέξεις χοντρός και κεφάλι