↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροκέφαλος η χοντροκέφαλη το χοντροκέφαλο
      γενική του χοντροκέφαλου της χοντροκέφαλης του χοντροκέφαλου
    αιτιατική τον χοντροκέφαλο τη χοντροκέφαλη το χοντροκέφαλο
     κλητική χοντροκέφαλε χοντροκέφαλη χοντροκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροκέφαλοι οι χοντροκέφαλες τα χοντροκέφαλα
      γενική των χοντροκέφαλων των χοντροκέφαλων των χοντροκέφαλων
    αιτιατική τους χοντροκέφαλους τις χοντροκέφαλες τα χοντροκέφαλα
     κλητική χοντροκέφαλοι χοντροκέφαλες χοντροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντροκέφαλος < χοντρο- + κεφαλ- (< κεφάλι) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

χοντροκέφαλος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει χοντρό κεφάλι
     συνώνυμα: χοντροκαύκαλος
  2. (μεταφορικά) που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει, που δε διακρίνεται για την εξυπνάδα του
  3. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία