χοντροκεφαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοντροκεφαλιά | οι | χοντροκεφαλιές |
γενική | της | χοντροκεφαλιάς | των | χοντροκεφαλιών |
αιτιατική | τη | χοντροκεφαλιά | τις | χοντροκεφαλιές |
κλητική | χοντροκεφαλιά | χοντροκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοντροκεφαλιά < χοντροκέφαλος + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοντροκεφαλιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος χοντροκέφαλος, η ιδιότητα του χοντροκέφαλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοντροκεφαλιά
|