αποστρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστρέφομαι < αρχαία ελληνική ἀποστρέφομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποστρέφω < ἀπό + στρέφω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααποστρέφομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποστρέφω
- παθητικές σημασίες του αποστρέφω: (στρέφομαι αλλού)
- (μεταβατικό) ενοχλούμαι από κάτι έντονα και το αποφεύγω
- ⮡ Γιατί οι νέοι αποστρέφονται την πολιτική;
- στρέφομαι
- ⮡ [...] ως χριστιανός ορθόδοξος ομνύω σας και λέγω· αν δώση ο Θεός κ᾿ η δόξα του ν᾿ αποστραφώ στην Δύση, στον Πάπα τον αγιώτατον κ᾿ εις όλους τους ρηγάδες βούλομαι ελθείν σωματικώς να τους ειπώ τα βλέπω, ολπίζω εις έλεος Χριστού να τους παρακινήσω, να έλθουν με τα φουσσάτα τους εδώ στο μέρος τούτο [...] (Χρειάζεται τεκμηρίωση αν πρόκειται για πρωτότυπο κείμενο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποστρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστρέφομαι
|