célibataire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
célibataire | célibataires |
célibataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
célibataire | célibataires |
célibataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ανύπαντρος, η ανύπαντρη, ο εργένης, ο μπεκιάρης, η μπεκιάρισσα, το μπακούρι