Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκιάρισσα οι μπεκιάρισσες
      γενική της μπεκιάρισσας
    αιτιατική την μπεκιάρισσα τις μπεκιάρισσες
     κλητική μπεκιάρισσα μπεκιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκιάρισσα < μπεκιάρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκιάρισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπεκιάρης