μπακούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπακούρι | τα | μπακούρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπακούρι | τα | μπακούρια |
κλητική | μπακούρι | μπακούρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπακούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bakir (ανέγγιχτος) < αραβική بكر (bikr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπακούρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπακούρι