Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόκκυγας οι κόκκυγες
      γενική του κόκκυγα των κοκκύγων
    αιτιατική τον κόκκυγα τους κόκκυγες
     κλητική κόκκυγα κόκκυγες
γενική ενικού & κόκκυγος
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο κόκκυγας, το τελευταίο οστό στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόκκυγας < ελληνιστική κοινή κόκκυξ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κόκκυξ (κούκος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.ci.ɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόκ‐κυ‐γας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόκκυγας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

λαϊκότροπα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Coccyx στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία