↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκυγικός η κοκκυγική το κοκκυγικό
      γενική του κοκκυγικού της κοκκυγικής του κοκκυγικού
    αιτιατική τον κοκκυγικό την κοκκυγική το κοκκυγικό
     κλητική κοκκυγικέ κοκκυγική κοκκυγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκυγικοί οι κοκκυγικές τα κοκκυγικά
      γενική των κοκκυγικών των κοκκυγικών των κοκκυγικών
    αιτιατική τους κοκκυγικούς τις κοκκυγικές τα κοκκυγικά
     κλητική κοκκυγικοί κοκκυγικές κοκκυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκυγικός < κόκκυγας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coccygien[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

κοκκυγικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία