μηλομαχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλομαχία < αρχαία ελληνική μήλο + -μαχία (< μάχομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλομαχία, θηλυκό, πληθυντικός μηλομαχίες
- μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηλομαχία
|