μήλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μήλα < πληθυντικός του μήλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μήλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα ζυγωματικά
- παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μήλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μήλο