Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήλα < πληθυντικός του μήλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ζυγωματικά
  2. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μήλα