πετροβολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετροβολισμός < ελληνιστική κοινή πετροβολισμός < αρχαία ελληνική πετροβόλος < πέτρα + βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροβολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πετροβολώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροβολισμός
|