μηλίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μηλίτης | οι | μηλίτες |
γενική | του | μηλίτη | των | μηλιτών |
αιτιατική | τον | μηλίτη | τους | μηλίτες |
κλητική | μηλίτη | μηλίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηλίτης αρσενικό
- (ποτό) ανθρακούχο αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση μήλων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμηλίτης αρσενικό