μηλοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μηλοῦχος | οἱ | μηλοῦχοι | ||||
γενική | τοῦ | μηλούχου | τῶν | μηλούχων | ||||
δοτική | τῷ | μηλούχῳ | τοῖς | μηλούχοις | ||||
αιτιατική | τὸν | μηλοῦχον | τοὺς | μηλούχους | ||||
κλητική ὦ! | μηλοῦχε | μηλοῦχοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλούχω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μηλούχοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηλοῦχος (ελληνιστική κοινή) < μῆλον (το γυναικείο στήθος) + -οῦχος (< ἔχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- στηθόδεσμος
- ※ 3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 211, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
- ≈ συνώνυμα: μαστόδετον, μαστόδεσμος, στρόφιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπάτζιου Ανδρομάχη, Η ανάθεση της κόμης στην αρχαία Ελλάδα: ερμηνευτική προσέγγιση σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες και την εικονογραφία, ΕΚΠΑ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, διπλωματική εργασία, Αθήνα 2017, σελ. 76-77 @pergamos.lib.uoa.gr
Πηγές
επεξεργασία- μηλοῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηλοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.