Δείτε επίσης: Μηλοῦχος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μηλοῦχος οἱ μηλοῦχοι
      γενική τοῦ μηλούχου τῶν μηλούχων
      δοτική τῷ μηλούχ τοῖς μηλούχοις
    αιτιατική τὸν μηλοῦχον τοὺς μηλούχους
     κλητική ! μηλοῦχε μηλοῦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηλούχω
γεν-δοτ τοῖν  μηλούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηλοῦχος (ελληνιστική κοινή) < μῆλον (το γυναικείο στήθος) + -οῦχος (< ἔχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηλοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία