Δείτε επίσης: Στρόφ̣ιον, στροφεῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στρόφιον τὰ στρόφι
      γενική τοῦ στροφίου τῶν στροφίων
      δοτική τῷ στροφί τοῖς στροφίοις
    αιτιατική τὸ στρόφιον τὰ στρόφι
     κλητική ! στρόφιον στρόφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στροφίω
γεν-δοτ τοῖν  στροφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρόφιον < στρόφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρόφιον, -ου ουδέτερο

  1. λωρίδα υφάσματος που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το στήθος τους, στηθόδεσμος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 931 (931-932)
    [ΜΥ.] τὸ στρόφιον ἤδη λύομαι. μέμνησό νυν· | μή μ᾽ ἐξαπατήσῃς τὰ περὶ τῶν διαλλαγῶν.
    [ΜΥΡ.] Στάσου να λύσω των βυζιών μου τη φασκιά. Και μην ξεχνάς | πως μου ᾽δωσες το λόγο σου τον πόλεμο να πάψετε.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 638
    χάλα ταχέως τὸ στρόφιον ὦναίσχυντε σύ.
     συνώνυμα: μαστόδεσμος, μηλοῦχος, μαστόδετον
  2. (ελληνιστική σημασία , για ιερείς) κεφαλόδεσμος, μίτρα
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Άρατος, 53.4 @scaife.perseus
    τῆς μὲν οὖν προτέρας ὁ τὸν Διὸς τοῦ Σωτῆρος κατήρχετο θυηπόλος, τῆς δὲ δευτέρας ὁ τὸν Ἀράτου, στρόφιον οὐχ ὁλόλευκον, ἀλλὰ μεσοπόρφυρον ἔχων,
    ※  2ος κε αιώνας, Επιγραφή από την Ελευσίνα. I.Eleusis 483, IG II² 3592 — ArchEph (1971) 115, 8, στίχ. 22. (19-25), @epigraphy.packhum.org
    Ἡρακλείτου καὶ Δομιτίας
    Λαοδαμείας θυγατρός, Κρατεροῦ ἔγγονον, ὃς τὴν πίστιν
    τῇ πόλ̣ει ἐς τὰ νῦν δι’ ὧν κατέλιπεν φυλάσσει, ἱεροφαντοῦν-
    τα, ἐπὶ γένους λαμπρότητι καὶ φιλοτιμίαις ἁπάσαις εὐχαριστή-
    σαντα τῇ πόλε̣<ι>, τ̣ὸ̣ στρόφιον παρὰ τῷ Αὐτοκράτορι θεῷ Ἀν-
    τωνείνῳ λαβόντα καὶ τὸν Αὐτοκράτορα μυήσαντος
    [Λ]ο̣ύκιον Αὐρήλιον Οὐῆρον δὶς ἐπὶ τῷ ἔτει ἀγαγόντα
    μυστήρια καὶ τοῦτο κατὰ τὸ θεμιτόν,
  3. (ελληνιστική σημασία , για πυγμαχία) γάντι
     συνώνυμα: ἱμάς