στροφεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στροφεῖον | τὰ | στροφεῖα | ||||
γενική | τοῦ | στροφείου | τῶν | στροφείων | ||||
δοτική | τῷ | στροφείῳ | τοῖς | στροφείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | στροφεῖον | τὰ | στροφεῖα | ||||
κλητική ὦ! | στροφεῖον | στροφεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφεῖον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στροφεῖον < → και δείτε τη λέξη στροφείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροφεῖον, -ου ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στροφεῖον | τὰ | στροφεῖᾰ |
γενική | τοῦ | στροφείου | τῶν | στροφείων |
δοτική | τῷ | στροφείῳ | τοῖς | στροφείοις |
αιτιατική | τὸ | στροφεῖον | τὰ | στροφεῖᾰ |
κλητική ὦ! | στροφεῖον | στροφεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στροφείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στροφείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφεῖον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροφεῖον, -ου ουδέτερο
- σχοινί, στριφτή θηλιά
- κύλινδρος πάνω στον οποίο τύλιγαν το καλώδιο
- (σε αρχαίο θέατρο) μηχάνημα που εξαφάνιζε ήρωες που πέθαιναν στη θάλασσα ή στον πόλεμο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στροφεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.