Δείτε επίσης: στρόφιον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στροφεῖον τὰ στροφεῖ
      γενική τοῦ στροφείου τῶν στροφείων
      δοτική τῷ στροφεί τοῖς στροφείοις
    αιτιατική τὸ στροφεῖον τὰ στροφεῖ
     κλητική ! στροφεῖον στροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στροφείω
γεν-δοτ τοῖν  στροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στροφεῖον, -ου ουδέτερο

  1. σχοινί, στριφτή θηλιά
  2. κύλινδρος πάνω στον οποίο τύλιγαν το καλώδιο
  3. (σε αρχαίο θέατρο) μηχάνημα που εξαφάνιζε ήρωες που πέθαιναν στη θάλασσα ή στον πόλεμο

Συγγενικά

επεξεργασία