στροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στροφείο | τα | στροφεία |
γενική | του | στροφείου | των | στροφείων |
αιτιατική | το | στροφείο | τα | στροφεία |
κλητική | στροφείο | στροφεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στροφεῖον < στρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροφείο ουδέτερο
- (θέατρο) μηχανισμός με τη βοήθεια του οποίου εμφανίζονταν ή εξαφανίζονταν ξαφνικά ηθοποιοί ή ό,τι άλλο απαιτούσε η εξέλιξη του θεατρικού έργου
- (τεχνολογία) στρόφαλος
- (τεχνολογία) μανιβέλα, στροφίδι
- εργαλείο που χρησιμοποιούν οι σχοινοποιοί, προκειμένου να κατασκευάσουν σκοινί
- (τεχνολογία) σύστημα που συμβάλλει στην κίνηση του έλικα των ελικοπτέρων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στροφείο
|