μανιβέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανιβέλα | οι | μανιβέλες |
γενική | της | μανιβέλας | — | |
αιτιατική | τη | μανιβέλα | τις | μανιβέλες |
κλητική | μανιβέλα | μανιβέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανιβέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manovella[1] ή γαλλική manivelle[2] ή με την επίδραση από την τουρκική manivela[1] < δημώδης λατινική *manibulo (χερούλι), παράλληλος τύπος για τη λατινική manicula (χειρολαβή αρότρου), υποκοριστικό του manus (χέρι)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.niˈve.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νι‐βέ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανιβέλα θηλυκό
- ράβδος ή μοχλός που φέρει δυο ορθές γωνίες στη σειρά, ώστε να μπορεί να περιστρέφεται, προκειμένου να λειτουργεί ένα χειροκίνητο μηχάνημα, ή να εκκινήσει ένας κινητήρας
- (μεταφορικά) ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μανιβέλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανιβέλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 μανιβέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.