Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιβέλα οι μανιβέλες
      γενική της μανιβέλας
    αιτιατική τη μανιβέλα τις μανιβέλες
     κλητική μανιβέλα μανιβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αυτοκίνητο του 1929, όπου ο κινητήρας τίθεται σε λειτουργία με τη χρήση μανιβέλας.
 
Ξύστρα με μανιβέλα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιβέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manovella[1] ή γαλλική manivelle[2] ή με την επίδραση από την τουρκική manivela[1] < δημώδης λατινική *manibulo (χερούλι), παράλληλος τύπος για τη λατινική manicula (χειρολαβή αρότρου), υποκοριστικό του manus (χέρι)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.niˈve.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νι‐βέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανιβέλα θηλυκό

  1. ράβδος ή μοχλός που φέρει δυο ορθές γωνίες στη σειρά, ώστε να μπορεί να περιστρέφεται, προκειμένου να λειτουργεί ένα χειροκίνητο μηχάνημα, ή να εκκινήσει ένας κινητήρας
  2. (μεταφορικά) ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 μανιβέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.