crank
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crank | cranks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrank (en)
- ο στρόφαλος, η μανιβέλα
- ↪ the arm of a crank - ο βραχίονας ενός στροφάλου
- ↪ He is turning the crank with both hands.
- Γυρίζει τη μανιβέλα με τα δυο του χέρια.