Δείτε επίσης: ἕλικας, έλικα, ἕλικα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.li.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐λι‐κας

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έλικας οι έλικες
      γενική του έλικα των ελίκων
    αιτιατική τον έλικα τους έλικες
     κλητική έλικα έλικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έλικας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλιξ (θηλυκό, αλλά και αρσενικό), από την αιτιατική ενικού ἕλικα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω)
 
Έλικας αεροπλάνου.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έλικας αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) όργανο αεροπλάνου ή πλεούμενου, με ειδικά πτερύγια, που συμβάλλει στην προώθηση του μέσου
  2. (σπανίως) άλλη μορφή του έλικα
  3. για σημασίες στη γεωμετρία, βοτανική, ανατομία → δείτε το θηλυκό, η έλικα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ελικ-, ελιξ-, ελιγ-, ελισσ- 

Για ομόρριζα από άλλες βαθμίδες του ἕλιξ δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH-.
Δε σχετίζεται το ελιξίριο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

έλικας: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

έλικας θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία