σχοινοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχοινοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει σχοινί
- Την οικογενειακή παράδοση εκατό και πλέον χρόνων συνεχίζει με προσήλωση και μεράκι ο Νίκος Δουλαδίρης, ο τελευταίος εν ενεργεία σχοινοποιός της περιοχής μας, ο οποίος διατηρεί ζωντανή την τέχνη που διδάχτηκε από τον παππού και τον πατέρα του. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σχοινί και ποιώ
- σχοινοποιία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχοινοποιός