Δείτε επίσης: μήτρα
 
Μίτρα ορθόδοξου επισκόπου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίτρα οι μίτρες
      γενική της μίτρας των μιτρών
    αιτιατική τη μίτρα τις μίτρες
     κλητική μίτρα μίτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μίτρα < ελληνιστική κοινή μίτρα (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μίτρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (δένω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmi.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μί‐τρα

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μίτρα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • μίτρα καπνοδόχου: επικάλυμμα καπνοδόχου που επιτρέπει την έξοδο του καπνού αλλά παρεμποδίζει την διείσδυση της βροχής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία