mitre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mitre | mitres |
mitre (en) (βρετανική γραφή) & miter (αμερικανική γραφή)
- (θρησκεία) η μίτρα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mitre | mitres |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmitre (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η μίτρα