Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mitre mitres

mitre (en) (βρετανική γραφή) & miter (αμερικανική γραφή)



      ενικός         πληθυντικός  
mitre mitres

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mitre (fr) θηλυκό