τιάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιάρα | οι | τιάρες |
γενική | της | τιάρας | των | (τιαρών) |
αιτιατική | την | τιάρα | τις | τιάρες |
κλητική | τιάρα | τιάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tiara < αρχαία ελληνική τιάρα
- τιάρα < αρχαία ελληνική τιάρα < περσική
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατιάρα θηλυκό
- κάλυμμα κεφαλής που φέρει ο πάπας στο κεφάλι του σε επίσημες εκδηλώσεις
- ≈ συνώνυμα: (μόνο για τους ορθοδόξους αρχιερείς) μίτρα
- σκούφος των αρχαίων Περσών
- στέμμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τιάρα στη Βικιπαίδεια