τριάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριάρα | οι | τριάρες |
γενική | της | τριάρας | — | |
αιτιατική | την | τριάρα | τις | τριάρες |
κλητική | τριάρα | τριάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριάρα θηλυκό
- ποινή (αποβολή, φυλάκιση κ.λπ.) τριών ημερών
- (αθλητισμός, αργκό) επίτευξη τριών γκολ σε ποδοσφαιρικό αγώνα
- (συνήθως στον πληθυντικό: τριάρες) όταν σε παιχνίδι με ζάρια, το σύνολο των ζαριών δείχνουν τον αριθμό τρία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριάρα
|