ντόρτια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ντόρτια | ||
γενική | των | ντορτιών | ||
αιτιατική | τα | ντόρτια | ||
κλητική | ντόρτια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντόρτια < (άμεσο δάνειο) τουρκική dört + -ια (<-ι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdoɾ.tça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντόρ‐τια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντόρτια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- όταν και τα δύο ζάρια μιας ζαριάς δείχνουν τέσσερα
- (μεταφορικά) άσχημη εξέλιξη, ατυχία (καθώς αποτελεί κακή ζαριά σε διάφορα παιχνίδια με ζάρια)
- ※ Εμείς με τραμ πηγαίνουμε και άλλοι με ταξάρες, / για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες.
- (Από το τραγούδι Το τραμ το τελευταίο, σε στίχους Κώστα Γιαννίδη, Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ)
- ※ Εμείς με τραμ πηγαίνουμε και άλλοι με ταξάρες, / για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες.
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) επίτευξη τεσσάρων γκολ από μία ομάδα σε ποδοσφαιρικό αγώνα
- ※ Κύπελλο Αργολίδας: Το σήκωσε με... ντόρτια ο Παναργειακός (*onsports.gr)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντόρτια
|