στηθόδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στηθόδεσμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στηθόδεσμος[1] < στῆθος + δεσμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈθo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στη‐θό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστηθόδεσμος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στηθόδεσμος
→ δείτε τη λέξη σουτιέν |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στηθόδεσμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας