↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στηθόδεσμος οι στηθόδεσμοι
      γενική του στηθόδεσμου των στηθόδεσμων
    αιτιατική τον στηθόδεσμο τους στηθόδεσμους
     κλητική στηθόδεσμε στηθόδεσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
στηθόδεσμος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηθόδεσμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στηθόδεσμος[1] < στῆθος + δεσμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stiˈθo.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στη‐θό‐δε‐σμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στηθόδεσμος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία