πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφαλόδεσμος οι κεφαλόδεσμοι
      γενική του κεφαλόδεσμου των κεφαλόδεσμων
    αιτιατική τον κεφαλόδεσμο τους κεφαλόδεσμους
     κλητική κεφαλόδεσμε κεφαλόδεσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.faˈlo.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλόδεσμος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλόδεσμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία