Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφαλόδεσμος οι κεφαλόδεσμοι
      γενική του κεφαλόδεσμου των κεφαλόδεσμων
    αιτιατική τον κεφαλόδεσμο τους κεφαλόδεσμους
     κλητική κεφαλόδεσμε κεφαλόδεσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλόδεσμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεφαλόδεσμος < αρχαία ελληνική κεφαλή, κεφαλό- + δεσμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.faˈlo.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λό‐δε‐σμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλόδεσμος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεφαλόδεσμος οἱ κεφαλόδεσμοι
      γενική τοῦ κεφαλοδέσμου τῶν κεφαλοδέσμων
      δοτική τῷ κεφαλοδέσμ τοῖς κεφαλοδέσμοις
    αιτιατική τὸν κεφαλόδεσμον τοὺς κεφαλοδέσμους
     κλητική ! κεφαλόδεσμε κεφαλόδεσμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεφαλοδέσμω
γεν-δοτ τοῖν  κεφαλοδέσμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλόδεσμος < αρχαία ελληνική κεφαλή, κεφαλό- + δεσμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλόδεσμος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία