Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορδέλα οι κορδέλες
      γενική της κορδέλας των κορδελών
    αιτιατική την κορδέλα τις κορδέλες
     κλητική κορδέλα κορδέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορδέλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορδέλα < βενετική cordela < corda[1] < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾˈðe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐δέ‐λα
 
κορδέλες συσκευασίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορδέλα θηλυκό

  1. η διακοσμητική λωρίδα
  2. το πεπλατυσμένο νήμα

Συγγενικά επεξεργασία

Υποκοριστικά επεξεργασία

Μεγεθυντικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία