κορδελιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορδελιάζω < κορδέλα + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική κορδέλα < βενετική cordela, υποκοριστικό του corda < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koɾ.ðeˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐δε‐λιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακορδελιάζω
- ρελιάζω
- γαζώνω τα επιμέρους δέρματα ενός παπουτσιού
Συγγενικά
επεξεργασία- ακορδέλιαστος
- κορδέλιασμα
- κορδελιασμένος
- κορδελιάστρα
- → δείτε τη λέξη κορδέλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορδελιάζω | κορδέλιαζα | θα κορδελιάζω | να κορδελιάζω | κορδελιάζοντας | |
β' ενικ. | κορδελιάζεις | κορδέλιαζες | θα κορδελιάζεις | να κορδελιάζεις | κορδέλιαζε | |
γ' ενικ. | κορδελιάζει | κορδέλιαζε | θα κορδελιάζει | να κορδελιάζει | ||
α' πληθ. | κορδελιάζουμε | κορδελιάζαμε | θα κορδελιάζουμε | να κορδελιάζουμε | ||
β' πληθ. | κορδελιάζετε | κορδελιάζατε | θα κορδελιάζετε | να κορδελιάζετε | κορδελιάζετε | |
γ' πληθ. | κορδελιάζουν(ε) | κορδέλιαζαν κορδελιάζαν(ε) |
θα κορδελιάζουν(ε) | να κορδελιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορδέλιασα | θα κορδελιάσω | να κορδελιάσω | κορδελιάσει | ||
β' ενικ. | κορδέλιασες | θα κορδελιάσεις | να κορδελιάσεις | κορδέλιασε | ||
γ' ενικ. | κορδέλιασε | θα κορδελιάσει | να κορδελιάσει | |||
α' πληθ. | κορδελιάσαμε | θα κορδελιάσουμε | να κορδελιάσουμε | |||
β' πληθ. | κορδελιάσατε | θα κορδελιάσετε | να κορδελιάσετε | κορδελιάστε | ||
γ' πληθ. | κορδέλιασαν κορδελιάσαν(ε) |
θα κορδελιάσουν(ε) | να κορδελιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κορδελιάσει | είχα κορδελιάσει | θα έχω κορδελιάσει | να έχω κορδελιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κορδελιάσει | είχες κορδελιάσει | θα έχεις κορδελιάσει | να έχεις κορδελιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κορδελιάσει | είχε κορδελιάσει | θα έχει κορδελιάσει | να έχει κορδελιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κορδελιάσει | είχαμε κορδελιάσει | θα έχουμε κορδελιάσει | να έχουμε κορδελιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κορδελιάσει | είχατε κορδελιάσει | θα έχετε κορδελιάσει | να έχετε κορδελιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κορδελιάσει | είχαν κορδελιάσει | θα έχουν κορδελιάσει | να έχουν κορδελιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορδελιάζω
|