Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακορδέλιαστος η ακορδέλιαστη το ακορδέλιαστο
      γενική του ακορδέλιαστου της ακορδέλιαστης του ακορδέλιαστου
    αιτιατική τον ακορδέλιαστο την ακορδέλιαστη το ακορδέλιαστο
     κλητική ακορδέλιαστε ακορδέλιαστη ακορδέλιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακορδέλιαστοι οι ακορδέλιαστες τα ακορδέλιαστα
      γενική των ακορδέλιαστων των ακορδέλιαστων των ακορδέλιαστων
    αιτιατική τους ακορδέλιαστους τις ακορδέλιαστες τα ακορδέλιαστα
     κλητική ακορδέλιαστοι ακορδέλιαστες ακορδέλιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακορδέλιαστος < α- + (κορδελιάζω) κορδελιασ- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακορδέλιαστος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία