ακορδέλιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακορδέλιαστος < α- + (κορδελιάζω) κορδελιασ- + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακορδέλιαστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν κορδελιάσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κορδελιάζω και κορδέλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακορδέλιαστος
|