• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κορδελιάστρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορδελιάστρα οι κορδελιάστρες
      γενική της κορδελιάστρας των κορδελιαστρών
    αιτιατική την κορδελιάστρα τις κορδελιάστρες
     κλητική κορδελιάστρα κορδελιάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κορδελιάστρα < κορδελιάζω + κατάληξη θηλυκού -τρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κορδελιάστρα θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτή που κάνει το κορδέλιασμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κορδελιάστρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κορδελιάστρα&oldid=5649461"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Ιανουαρίου 2023, στις 19:07
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Ιανουαρίου 2023, στις 19:07.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie