γαζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαζώνω < γαζί
Ρήμα
επεξεργασίαγαζώνω
- ράβω στη ραπτομηχανή
- (μεταφορικά) κάνω κάτι διάτρητο με μία ριπή πυροβολισμών
- άγνωστοι γάζωσαν το αυτοκίνητο αρχιμαφιόζου σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαζώνω | γάζωνα | θα γαζώνω | να γαζώνω | γαζώνοντας | |
β' ενικ. | γαζώνεις | γάζωνες | θα γαζώνεις | να γαζώνεις | γάζωνε | |
γ' ενικ. | γαζώνει | γάζωνε | θα γαζώνει | να γαζώνει | ||
α' πληθ. | γαζώνουμε | γαζώναμε | θα γαζώνουμε | να γαζώνουμε | ||
β' πληθ. | γαζώνετε | γαζώνατε | θα γαζώνετε | να γαζώνετε | γαζώνετε | |
γ' πληθ. | γαζώνουν(ε) | γάζωναν γαζώναν(ε) |
θα γαζώνουν(ε) | να γαζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάζωσα | θα γαζώσω | να γαζώσω | γαζώσει | ||
β' ενικ. | γάζωσες | θα γαζώσεις | να γαζώσεις | γάζωσε | ||
γ' ενικ. | γάζωσε | θα γαζώσει | να γαζώσει | |||
α' πληθ. | γαζώσαμε | θα γαζώσουμε | να γαζώσουμε | |||
β' πληθ. | γαζώσατε | θα γαζώσετε | να γαζώσετε | γαζώστε | ||
γ' πληθ. | γάζωσαν γαζώσαν(ε) |
θα γαζώσουν(ε) | να γαζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαζώσει | είχα γαζώσει | θα έχω γαζώσει | να έχω γαζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαζώσει | είχες γαζώσει | θα έχεις γαζώσει | να έχεις γαζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαζώσει | είχε γαζώσει | θα έχει γαζώσει | να έχει γαζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαζώσει | είχαμε γαζώσει | θα έχουμε γαζώσει | να έχουμε γαζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαζώσει | είχατε γαζώσει | θα έχετε γαζώσει | να έχετε γαζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαζώσει | είχαν γαζώσει | θα έχουν γαζώσει | να έχουν γαζώσει |
|