γυναίκες που γαζώνουν (1)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαζώνω < γαζί

γαζώνω

  1. ράβω στη ραπτομηχανή
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι διάτρητο με μία ριπή πυροβολισμών
    άγνωστοι γάζωσαν το αυτοκίνητο αρχιμαφιόζου σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία