Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραπτομηχανή οι ραπτομηχανές
      γενική της ραπτομηχανής των ραπτομηχανών
    αιτιατική τη ραπτομηχανή τις ραπτομηχανές
     κλητική ραπτομηχανή ραπτομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ηλεκτροκίνητη οικιακή ραπτομηχανή.
 
Εξήγηση του μηχανισμού μιας ραπτομηχανής.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραπτομηχανή < ῥάπτω + -ο- + -μηχανή
(μαρτυρείται από το 1888)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.pto.mi.xaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐πτο‐μη‐χα‐νή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραπτομηχανή θηλυκό

  • μηχανή που κινείται με το χέρι, με τα πόδια ή με τον ηλεκτρισμό, η οποία περνά βελονιές σε ίσες αποστάσεις και με μεγάλη ταχύτητα, εξυπηρετώντας, έτσι, το ράψιμο ρούχων (οικιακή χρήση) ή δερμάτινων ειδών, ή τη συρραφή σελίδων βιβλίων κ.λπ.(βιομηχανική χρήση)

  Μεταφράσεις επεξεργασία