ράψιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράψιμο | τα | ραψίματα |
γενική | του | ραψίματος | των | ραψιμάτων |
αιτιατική | το | ράψιμο | τα | ραψίματα |
κλητική | ράψιμο | ραψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράψιμο ουδέτερο