couture
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couture | coutures |
couture (fr) θηλυκό
- η ραπτική
- η ραφή
- η μοδιστρική
- το ράψιμο
- επιμήκης ουλή
Δείτε επίσης : couturé |
ενικός | πληθυντικός |
couture | coutures |
couture (fr) θηλυκό