couturier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couturier | couturiers |
θηλυκό | couturière | couturières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcouturier (fr) αρσενικό (θηλυκό couturière)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- couturier - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- couturier, couturière - 9e édition (1992-), 9η έκδοση Dictionnaire de l’Académie française (στα γαλλικά - διαθέσιμες όλες οι εκδόσεις - abréviations)
- couturier - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online