couturé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couturé | couturés |
θηλυκό | couturée | couturées |
Επίθετο
επεξεργασίαcouturé (fr)
Δείτε επίσης : couture |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couturé | couturés |
θηλυκό | couturée | couturées |
couturé (fr)