ενικός         πληθυντικός  
couturière couturières

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

couturière (fr) θηλυκό

  1. (μόδα, ενδυμασία, επάγγελμα) θηλυκό του couturier: η ράπτρια μοδίστρα, η ράφτρα
  2. η τελική πρόβα ενός θεατρικού ή μουσικού έργου πριν την générale
    → δείτε τις λέξεις générale και première

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη couturier

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη couturier