première
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- première < premier
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
première | premières |
première (fr) θηλυκό
- η πρεμιέρα, η πρώτη παρουσίαση ενός θεατρικού ή μουσικού έργου μπροστά στο κοινό