πρεμιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρεμιέρα | οι | πρεμιέρες |
γενική | της | πρεμιέρας | — | |
αιτιατική | την | πρεμιέρα | τις | πρεμιέρες |
κλητική | πρεμιέρα | πρεμιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρεμιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική première[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρεμιέρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πρεμιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας