ενικός         πληθυντικός  
générale générales

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

générale (fr) θηλυκό

  • η τελική πρόβα ενός θεατρικού ή μουσικού έργου μπροστά σε ένα προνομιούχο κοινό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία