Ετυμολογία

επεξεργασία
général < λατινική general generalis

  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /ʒe.ne.ʁal/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
général généraux

général (fr) αρσενικό

  1. ο στρατηγός
  2. (κατ' αναλαγία) ο αρχηγός, ο διευθυντής
  3. général des finances: ο επικεφαλής μιας φορολογικής περιφέρειας κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, στη Γαλλία
    → δείτε τη λέξη  généralité

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό général généraux
θηλυκό générale générales

général (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία