général
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
général | généraux |
général (fr) αρσενικό
- ο στρατηγός
- (κατ' αναλαγία) ο αρχηγός, ο διευθυντής
- général des finances: ο επικεφαλής μιας φορολογικής περιφέρειας κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, στη Γαλλία
- → δείτε τη λέξη généralité
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | général | généraux |
θηλυκό | générale | générales |
général (fr)
- γενικός
- ≈ συνώνυμα: collectif, extensif, global, habituel, large, ordinaire, synoptique, unanime, universel
- ≠ αντώνυμα: exceptionnel, individuel, local, particulier, partiel, rare, singulier, spécial, spécialisé