Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
généralat généralats

  Ουσιαστικό επεξεργασία

généralat (fr) αρσενικό

  1. η στρατηγία, το αξίωμα του στρατηγού
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί αυτό το αξίωμα

Συγγενικά επεξεργασία