exceptionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exceptionnel < exception
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exceptionnel | exceptionnels |
θηλυκό | exceptionnelle | exceptionnelles |
exceptionnel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exceptionnel | exceptionnels |
θηλυκό | exceptionnelle | exceptionnelles |
exceptionnel (fr)