Δείτε επίσης: général

  Ετυμολογία

επεξεργασία
general < (κληρονομημένο) μέση αγγλική general < αγγλονορμανδική general / generall < μέση γαλλική general < λατινική generalis < genus (είδος) + -alis

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός general
συγκριτικός more general
υπερθετικός most general

general (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
general generals

general (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ο στρατηγός, η στρατηγίνα
    The general rallied his men.
    Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
  2. (ΗΠΑ) πτέραρχος
     συνώνυμα: air chief marshal (ΗΒ)



  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
general generales

general (es)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
general generales

general (es) αρσενικό



  Επίθετο

επεξεργασία

general (pt)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

general (ro) αρσενικό