Δείτε επίσης: général

  Ετυμολογία

επεξεργασία
general < (κληρονομημένο) μέση αγγλική general < αγγλονορμανδική general / generall < μέση γαλλική general < λατινική generalis < genus (είδος) + -alis

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός general
συγκριτικός more general
υπερθετικός most general

general (en)

  1. γενικός, που επηρεάζει όλα ή τα περισσότερα άτομα, μέρη ή πράγματα
    ⮡  general amnesty - γενική αμνηστία
    ⮡  a general assembly - γενική συνέλευση
    ⮡  There is general pessimism over the development of the political situation.
    Γενική είναι η απαισιοδοξία για την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης.
    ⮡  The general good requires sacrifices from all of us.
    Το γενικό καλό απαιτεί θυσίες από όλους μας.
  2. γενικός, που αντιμετωπίζει κάτι συνολικά
    ⮡  Give me a general overview of the story.
    Δώσε μου μια γενική επισκόπηση της ιστορίας.
  3. γενικός, που δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα, χρήση ή δραστηριότητα
    ⮡  a general hospital - γενικό νοσοκομείο
    ⮡  general education - γενική μόρφωση/παιδεία
  4. γενικός, που προσβάλλει το σύνολο του οργανισμού
    ⮡  general anesthesia - γενική αναισθησία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
general generals

general (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ο στρατηγός, η στρατηγίνα
    ⮡  The general rallied his men.
    Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
  2. (ΗΠΑ) πτέραρχος
     συνώνυμα: air chief marshal (ΗΒ)



  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
general generales

general (es)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
general generales

general (es) αρσενικό



  Επίθετο

επεξεργασία

general (pt)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

general (ro) αρσενικό