general
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- general < (κληρονομημένο) μέση αγγλική general < αγγλονορμανδική general / generall < μέση γαλλική general < λατινική generalis < genus (είδος) + -alis
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | general |
συγκριτικός | more general |
υπερθετικός | most general |
general (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
general | generals |
general (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) ο στρατηγός, η στρατηγίνα
- ↪ The general rallied his men.
- Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
- ↪ The general rallied his men.
- (ΗΠΑ) πτέραρχος
- ≈ συνώνυμα: air chief marshal (ΗΒ)
Πηγές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
general | generales |
general (es)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
general | generales |
general (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgeneral (pt)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgeneral (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του general
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un general | generalul | nişte generali | generalii |
γενική | a unui general | generalului | a unor generali | generalilor |
δοτική | unui general | generalului | unor generali | generalilor |
αιτιατική | un general | generalul | nişte generali | generalii |
κλητική | — | - | — | - |