genus
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
genus | genera / genuses |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
genus (en)
- το γένος
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- genus < λατινικά gi-gn-o < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵénhos (γένος), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) γένος καθώς και τη जनस् (jánas, γένος).
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
genus (la) ουδέτερο (γενική: generis) (3ης κλίσης)
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genus | generă |
γενική | generis | generum |
δοτική | generī | generĭbus |
αιτιατική | genus | generă |
κλητική | genus | generă |
αφαιρετική | genere | generĭbus |
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- genus duco ab aliquo (κατάγομαι από κάποιον)
- sui generis (του εαυτού γένους, ιδιότυπος, ιδιόρρυθμος)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
genus ουδέτερο (4ης κλίσης)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- genus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.