Ετυμολογία

επεξεργασία
sui generis < λατινική (suum) sui (suus) & genus, generis κυριολεκτικά: του δικού του γένους

  Έκφραση

επεξεργασία

sui generis

  • που «ανήκει στο δικό του γένος», αποτελεί «χωριστό είδος», εκκεντρικός, που λειτουργεί κοινωνικά με ατομικές αρχές, αυτόνομα, χωρίς φαινομενικά ή και ουσιαστικά να έχει ιδιαίτερες ομοιότητες με τους άλλους στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά

Δείτε επίσης

επεξεργασία