Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sui generis < (λόγιο δάνειο) λατινική (suum) sui (suus) & genus, generis κυριολεκτικά: του δικού του γένους λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

  • που «ανήκει στο δικό του γένος», αποτελεί «χωριστό είδος», εκκεντρικός, που λειτουργεί κοινωνικά με ατομικές αρχές, αυτόνομα, χωρίς φαινομενικά ή και ουσιαστικά να έχει ιδιαίτερες ομοιότητες με τους άλλους στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Η έκφραση χρησιμποιείται με τη λατινική γραφή σε πολλές γλώσσες

Δείτε επίσης επεξεργασία