ιδιότυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ιδιότυπος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερο τύπο, ιδιαίτερη μορφή, ο ιδιόμορφος, ο διαφορετικός, ο μοναδικός
- ⮡ οι συντεχνίες αποτελούσαν , κατά τη βυζαντινή περίοδο, ένα ιδιότυπο συνδικάτο, τα μέλη του οποίου δεν ήταν οι εργάτες, αλλά οι ανεξάρτητοι παραγωγοί
- ※ Βασικά γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης είναι η πεζολογία, η ιδιότυπη γλώσσα και η χρήση συμβόλων ... η πεζολογία επαληθεύεται από τον ανισοσύλλαβο και ανομοιοκατάληκτο στίχο (Ομάδα φιλολόγων της Ώθησης, Νεοελληνική λογοτεχνία, απαντήσεις, Εθνικές εξετάσεις 2012 )